Σηκώθηκα αμέσως αρπάζοντας γρήγορα τα ρούχα μου απ’την καρέκλα. Καθώς ντυνόμουν έπεσε τυχαία το μάτι μου στο σπασμένο καθρέφτη και αντίκρισα την μίζερη ύπαρξή μου. Πετάχτηκα έξω από την πόρτα αφήνοντας πίσω μου αυτό το κουτί της κόλασης. Τα ο κρύο έξω καθώς ακουμπούσε τις πληγές που δεν κάλυπτε ο γιακάς απ’το παλτό μου, με έκανε να βουρκώνω από τον πόνο και να δαγκώνω τα άχρωμα χείλη μου. Δεν ήταν ο συνηθισμένος, γλυκός πόνος ενός αθώου κοψίματος, αλλά ένα βάρβαρο «χτύπημα» από κάτι που ούτε καν μπορούσα να δω. Κόσμος περνούσε αδιάφορα διπλά μου, πολλών όμως τα βλέμματα έπεφταν καχύποπτα πάνω μου. Κανενός όμως η σκέψη δεν μπορούσε να ακουμπήσει στο ελάχιστο το τι μπορεί να έκρυβα μέσα μου. Προχώρησα μες στον πλακόστρωτο πεζόδρομο με σκυφτό το κεφάλι και με όλο το μεγαλείο της θλίψης ζωγραφισμένο στο πρόσωπο μου. Έμπαινα με κάθε βήμα μου όλο και πιο βαθιά σ' αυτή τη μουντή και άχαρη πόλη. Φτάνοντας στο μέρος που καιρό με φιλοξενούσε όταν ήμουν φοβισμένη, η τύχη μου πρόσφερε για ακόμη μια φορά ένα πικρό δώρο απογοήτευσης. Στο μισοσπασμένο παγκάκι όπου καιρό έπνιγα τον πόνο μου, εγώ μια προδομένη από έρωτα, τώρα ζούσαν το πάθος τους, Αυτοί, δυο τυφλοί από αυτόν. Πάγωσα, έμεινα ακίνητη για λίγα δευτερόλεπτα- σα να είχα ξεχάσει μια πολύ σημαντική υποχρέωση. Γύρισα το πρόσωπο μου προς τον ουρανό και με ενοχλημένο ύφος απαξίωσα τη δύναμη που μας «κυβερνά». Σέρνοντας τις σχεδόν διαλυμένες αρβύλες μου, περπάτησα μέχρι ένα ερειπωμένο σπίτι, στην άκρη του δρόμου, που καμιά λάμπα δεν το φώτιζε, και έκατσα στο πρώτο σκαλοπάτι της πέτρινης σκάλας του. Δεν άργησα και πολύ να βυθιστώ στις σκέψεις μου… Άραγε τι είδους παιχνίδι είχε παιχτεί ανάμεσα σε αγγέλους και δαίμονες και με ποσό μισός ύφαινε στο αδράχτι της η τύχη μου το νήμα της ζώνης μου;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου