Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

(1)


Καθώς το σκοτάδι σκέπασε και την τελευταία γωνιά φωτός, έμεινα πάλι μόνη μου να κοιτάζω τις πληγές που η ίδια είχα δημιουργήσει. Έμεινα να κοιτώ πέρα απ’ότι ανθρώπινο μάτι έβλεπε. Κοιτώντας κάθε πληγή, να διαβάζω μια ιστορία. Μόνη ξανά στο μικρό δωματιάκι που με τόσο κόπο συντηρούσα. Που με τόσο κόπο κρατούσα ζωντανή την κάθε ανάμνηση σε αυτό. Μια γωνιά κι ένα μυστικό, μια όψη του και διαφορετική, τίποτα όμως το ξεχωριστό για όποιον δεν το είχε ζήσει. Κάθε φορά που η αυτή η σατανική μορφή εμφανίζονταν μπροστά μου, που με κυρίευε ο θυμός της, κάθε φορά που ανακάλυπτα ένα ακόμα μαύρο κρύσταλλο του εαυτού μου- που καιρό αγνοούσα-, όταν έπεφτε το βλέμμα μου στον καθρέφτη και με τα ίδια μου τα μάτια αντίκριζα αυτόν τον τύραννο με το αγγελικό πρόσωπό μου, ένοιωθα πιο έντονη  την ανάγκη του τέλους. «Δεν είμαι εγώ!» φώναζα «Είναι το κοφτερό μαχαίρι της προδοσίας  που εδώ και χρονιά με σκίζει όλο και πιο βαθειά …». Αυτή είναι η αλήθεια, η προδοσία που βίωνα από αυτό που αγάπησα, με τραυμάτιζε όλο και πιο βαθειά, και κάθε φορά με περισσότερη μανία- με λύσσα και εγωισμό να με αποτελειώσει. «Δεν θα ξαναγαπήσω…!» με θυμάμαι να λέω. Μα καλοστημένες παγίδες με τραβούσαν μέσα τους, με κατάπιναν  και με έκαναν να πιάσω πάτο. Άνθρωποι με μάσκες. Με χαμόγελα και όμορφα ματιά- που πίσω απ’αυτήν  έκρυβαν μια διαβολική ύπαρξη, έτοιμη να επιτεθεί στο προτεινόμενο θύμα- εμφανίζονταν μπροστά μου. Πάντα με τρόμαζαν οι μάσκες… ίσως γιατί ενστικτοδός γνώριζα  ότι μια μάσκα είναι μια άψυχη, μια νεκρή κάλυψη της αλήθειας και του σκότους. Μόνη ξανά με πλήθος σκέψεων, με αμέτρητες απορίες και με ποτάμι το αίμα να κυλά από την σκισμένη σάρκα μου. Τίποτα πλέον δεν είχε μείνει  ζωντανό, με φωτεινά χρώματα και έντονες χαρούμενες κινήσεις. Κάθε ανάμνηση αγάπης και τρυφερότητας είχε πεθάνει στην σκέψη μου. Κάθε χαμόγελο είχε αντικατασταθεί από ένα κλάμα και κάθε ευτυχία με έναν θάνατο του εαυτού μου. Πλέον ασπρόμαυρα τοπία ,ψυχρές φιγούρες με τα σαπισμένα τους σώματα στο μυαλό μου χορεύανε. Κι εγώ, ξανά – αμέτοχη ακόμα και στις σκέψεις μου- αισθανόμουν τον πόνο της ψυχής μου στο σκελετωμένο κορμί μου. Ένα μικρό κεράκι που τρεμόπαιζε υπήρχε μόνο στο δωμάτιο. Μόνη ξανά … μήπως…ναι, για ακόμη μια φορά έκανε την μαύρη του εμφάνιση ο φόβος. Αισθάνθηκα την υφή του τρόμου να με χαϊδεύει καθώς με διαπερνούσε για να με κυριεύσει. Η μοναξιά τον καλεί! Αυτή η μικρή κυρία που σε τρομάζει τα βράδια ,που παίζει με τις σκιές, που κάνει θόρυβο με τα’ αντικείμενα και που με θράσος  σε ανατριχιάζει καθώς σέρνεται στο πάτωμα. Αυτό το βράδυ όμως την είδα. Στην άκρη του παραθύρου, στο φως του φεγγαριού, την είδα. Είδα τη σκιά της που χόρευε με τα ξέπλεκα μαλλιά της. Η μοναξιά είναι ο τρόμος. Αυτή που παίρνει της μορφές που ο φόβος απεχθάνεται και κρύβεται πίσω από την ψυχή σου για να ξεφύγει…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου