Βυθισμένη στις σκέψεις μου, ένιωσα ζεστά τα μάτια μου, κι ένα δάκρυ κύλησε, χωρίς βλεφάρου βοήθεια, στο μάγουλο μου. Έκλαιγα. Για μία ακόμη φορά το αίσθημα της μοναξιάς με έκανε να πονέσω τόσο ώστε ασυναίσθητα να κλάψω. Δεν άντεχα άλλο. Ευχόμουν τώρα πια να σταματήσω να ονειρεύομαι. Να σταματήσω να κάνω αυτό που μου έδινε κάθε νύχτα μία παράταση ζωής. Να πάψω να χρησιμοποιώ τον μόνο τρόπο ώστε να είμαι κοντά του. Σκούπισα με ένα καθαρό κομμάτι ύφασμα τα δάκρυα μου και τα έβαλα κάτω από το μαξιλάρι μου. Θέλησα να το κρατήσω. Να το έχω σαν φυλαχτό. Θέλησα να φυλακίσω τα δάκρυα μου γιατί έτσι ο άγγελος που γεννήθηκε από μέσα τους, πάντα μαζί μου όταν το κρατώ στα χέρια μου. Με αυτή την ελπίδα αποκοιμήθηκα. Βάρυνε το βλέμμα μου και αφέθηκα στην αγκαλιά του δικού μου θανάτου. Με έναν αναστεναγμό που φανέρωνε ολική παραίτηση, έκλεισα την πόρτα του κόσμου και με ένα βήμα ξεκίνησα να πέφτω σε απέραντο κενό. Η ζωή μου ήταν απλά ένα όνειρο στο δρόμο του θανάτου. Αυτό το ατελείωτο κενό που ένιωθα να πέφτω τώρα που έκλεινα τα μάτια, ήταν η μόνη αλήθεια. Ήταν μία από τις πιο ανήσυχες νύχτες μου. Ούτε μια εμφάνιση. Μόνο σκέψεις. Σκέψεις που τα μάτια του νου μου αντίκριζαν και προσπαθούσαν να αγνοήσουν. Μα κανένα αποτέλεσμα. Σαν ζεστά καρφιά χτυπούσαν την ψυχή μου και την βασάνιζαν καταδικάζοντας την να μένει καρφωμένη μέσα στο νεκρό αυτό σώμα. Φοβόμουν. Έτρεμα την δική μου τιμωρία. Την τιμωρία που εγώ θα επέβαλα στον εαυτό μου. Ήθελα να είμαι ελεύθερη. Δίχως το μαύρο νέφος μέσα μου. Να σπάσω τις αλυσίδες που με κρατούσαν μακριά απ’ ότι έβλεπα. Σχεδίασα ένα παράδεισο και αυτοεξορίστηκα γιατί άρχισα να γίνομαι ένας δαίμονας. Ήταν τόσο τέλεια όλα, όμως παρέμεναν στην φαντασία. Ήταν τόσο κοντά στην σκέψη ώστε να είναι τόσο μακριά να τα αγγίξω…

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011
(5)
Μια σταγόνα προσγειώθηκε στο πρόσωπο μου τραβώντας με από τις σκέψεις μου και φέρνοντάς με ξανά στην πραγματικότητα. «Βρέχει» είπα με ένα ειρωνικό και ενοχλημένο ύφος στον εαυτό μου σαν να περίμενα μια απάντηση. Γυρνώντας προς το διαμέρισμα, όλο αυτό που είχε συμβεί, μου φάνταζε όλο και πιο πολύ σαν ένα όνειρο ασήμαντο. Το απέβαλα αμέσως από την μνήμη μου. Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να με επιβεβαιώσει αν αυτό που μόλις πριν κάποια λεπτά είχε συμβεί ήταν πραγματικότητα ή αν ήταν … μα δεν μπορούσε να ήταν κάτι άλλο. «Αρκετά!» φώναξα και σαν από μηχανής θεός ένα σκυλάκι με το γαύγισμα το με έσωσε από μια πολύ άβολη στιγμή που ήμουν έτοιμη να αντιμετωπίσω με τον εαυτό μου. Ήταν ένα μαύρο σκυλάκι, τίποτε άλλο. Το μπερδεμένο τρίχωμα του μαρτυρούσε ότι ήταν αδέσποτο. Το κοίταξα απορημένη καθώς με πλησίαζε κουνώντας χαριτωμένα την κοντή ουρίτσα του και με την υγρή γλώσσα του έξω από το στόμα κάνοντας ένα χαρακτηριστικό ήχο, σαν γρήγορες ανάσες. Ήταν πολύ… όμορφο. Δείγμα ευτυχίας, χαραμάδα δακρύων χαράς. Δηλαδή, κάτι όχι για μένα. Έπρεπε να μείνει μακριά μου. Θα το κατέστρεφα. Έτσι πίστευα. Δεν ήμουν άξια πια για τίποτα ξέγνοιαστο, για τίποτα αθώο. Πετώντας σαν βόμβα από τον ουρανό, προσγειώθηκα στον κουβά της κατάθλιψης του μυαλού μου, σβήνοντας από το χαμόγελο που είχε σχηματιστεί στο πρόσωπο μου όταν πριν κλάσματα δευτερόλεπτου είδα αυτό το πλασματική που… με συμπάθησε; Έτσι έδειχνε. Γυρνώντας του την πλάτη, - και κόβοντας του την χαρά- έτρεξα και έφτασα πολύ γρήγορα στην εξώπορτα του δικού μου χάους. Μπαίνοντας μέσα το μονό που έκανα ήταν να ξαπλώσω στο… “My Bed Of Nails!”
(4)
Έκανα πως θα κατευθυνόμουν στο στενό δρομάκι ακριβώς δεξιά μου, γυρνώντας τοξωτά εκατόν ογδόντα μοίρες από την αρχική μου θέση αντικριστά με Αυτόν. Γυρνώντας είχα ήδη σκυφτό το κεφάλι μου και απλά ανοίγοντας τα μάτια μου και αφήνοντας μια εκπνοή είχα ασυνείδητα υψώσει το βλέμμα μου σε εκείνον. Μούδιασα. Μέσα στα σκούρα βιολετί του μάτια δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τις κόρες αυτών. Επιτέλους, τον είδα. Ή μάλλον έτσι νόμιζα… Χρόνια τώρα με πρόδιδε στα όνειρα μου. Η ίδια μορφή ξανά και ξανά σε παραμύθια ονείρων και σε εφιάλτες. Αυτά τα μάτια να με σκίζουν και να με ενώνουν και διαφορετικά κάθε φορά. Άραγε αυτή τη στιγμή να διάβαζε την σκέψη μου και για αυτό επιβράδυνε το βήμα του; Συνεχεία εισέβαλε στον ύπνο μου, γιατί όχι και στην σκέψη μου τώρα; Άνοιξα το στόμα μου να του μιλήσω αλλά όλα χάθηκαν όταν με προσπέρασε αδιάφορα και τελείως φυσικά. Ήξερε, το ξέρω ότι ήξερε, ότι δεν η πρώτη φορά που τα βλέμματα μας ενωθήκαν με μια νοητή γραμμή. Έτρεξα λίγα βήματα από πίσω του όταν συνειδητοποίησα τι μόλις είχε συμβεί. Όσο κι αν προσπαθούσα όμως να τον αγγίξω, μια φωνή μέσα μου, μια νότα αμφιβολίας, μου τράβηξε αθόρυβα το χέρι και τον άφησα να συνεχίσει το δρόμο του. Ίσως όλα ήταν μια ψευδαίσθηση. Αλλά αυτή η φωνή στο μυαλό μου, αντηχούσε στ’ αυτιά της ψυχής μου γλυκά και γνώριμα. Μα ναι, μια φωνή που δεν θα μπορούσε να ήταν άλλη από εκείνου. «Όχι τώρα, όχι έτσι» μου έλεγε… Τώρα μπορώ να εξηγήσω αυτόν τον ηλεκτρισμό που με ταρακούνησε όταν τον αντίκρισα με σάρκα και οστά μπροστά μου, αν ήταν όμως αυτό η αλήθεια. Μόλις εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβεί. Προσπάθησα να τον εντοπίσω αλλά είχε εξαφανιστεί μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Μήπως για ακόμη μια φορά ονειρευόμουν; Όχι, αυτή τη φορά ήταν όλα τόσο διαφορετικά …
(3)
Πόνος, μιζέρια και μέρα με τη μέρα μια όλο και πιο σάπια ψυχή. Στο δρόμο της επιστροφής για το μοναχικό διαμερισμάκι μου, η πόλη γινόταν όλο και πιο αλλόκοτη. Ζητιάνοι λεηλατούσαν με τα βλέμματα τους καλοντυμένους περαστικούς, έντονα βαλμένες, με προκλητικά ρούχα πόρνες, περίμεναν παίζοντας με τις μπούκλες τους, σε κάθε γωνιά που οδηγούσε σε ένα στενό. Βλέποντας αυτές τις εικόνες κατάντιας, ένιωσα για λίγο περιφανή, που αν και είχα γκρεμιστεί εσωτερικά, μπορούσα- χωρίς δυσκολία τολμω να πω- να κρατησω την αξιοπρεπια μου. Γεματη με μπλεγμενες καταστασεις μεσα μου, προχωρησα ριχνοντας δειλες ματιες γυρω μου μηπως εντοπησω μια πηγη αισιοδοξιας. Μα τιποτα για ακομη μια φορα. Ποιον προσπαθουσα να κοροιδεψω; Τιποτα περα απ’ αυτόν δεν θα μπορουσε να με ζωντανεψει… Τιποτα περα απ’ αυτόν που εγω τον ζοντευα και του εδινα ζωη… Απ’ αυτόν που και ετσι, με αυτόν τον τροπο που υπηρχε, με προδωνε με την ιδια χαρη που με εκανε να τον αγαπω φορα με την φορα.. Ηθελα απλα να ζησω το παραμυθι. Το παραμυθι που λεγεται ζωη. Αλλα ισως να μην ημουν ικανη για κατι τετοιο. Αλλωστε μικρη ειχα ακουσει ότι η ευτυχια είναι για τα ζωα. Φτανοντας εξω από το διαμερισματακι μου στην ακρη του δρομου, συνειδητοποιησα ποσο μονη αισθανομουν ακομα και με την συντροφια των νεκρων αναμνησεων μου. Δεν ημουν ετοιμη να μπω μεσα, το σκοταδι και ο πνυχτος από τις αναμνησεις αιθερας σ’ αυτό το δωματιο θα με σκοτωναν. Ηθελα να δωσω άλλη μια ευκαιρια στον εαυτο μου να ζησει. Το αξιζε αλλωστε. Ηταν ο δημιουργος του μεγαλυτερου πονου μου, αλλα και ο μονος μεσα μου που μου ελεγε ότι αυτό δεν ηταν αληθεια. Πιστευα ότι θα ερθει η στιγμη που κατι καλο θα συνεβαινε στον κοσμο που ειχα δημιουργησει στο μυαλο μου. Συνεχισα προς το λιμανι, ωσπου… Τον αισθανθηκα. Τον αισθανθηκα να προχωρα πιο πισω μου, αμιλητος, ανεκφραστος. Εκλησα για μια στιγμη τα ματια και μαζεψα το μυαλο μου. «Δεν είναι κανεις!» ειπα. «Προχωρα» -Μα δεν θα μπορουσε να ηταν αυτος, για τι απλα ημουν ξυπνια. Ηταν ψεμα, όμως και αδυνατον. Τα πιο κακα ψεματα είναι αυτά που λεμε στον εαυτο μας, και εγω μολις ξανα ειχα κανει κατι ασχημο σε μενα για αυτόν. Δεν μπορουσε όμως να συμβαινει κατι τετοιο. Το μυαλο μου επαιζε ασχημα παιχνιδια και με τρομαζε αυτό. Όμως μεσα μου η καρδια μου ηταν ετοιμη να εκραγει από την αγωνια πως το θαυμα που περιμενα τοσο καιρο ειχε γινει. Είναι τοσο παρξενο… Ελεγα μεσα μου ότι τωρα πλεον τον μισουσα- γι’αυτό τον ειχα διωξει από τα ονειρα μου- αλλα δεν ξερω αν κατι τετοιο ηταν αληθεια. Με κυριευε ο θυμος και το μισος τωρα πια μονο και μονο στην ιδεα το ανδρα που αισθανομουν να προχωραει πισω μου. Η’ μηπως δεν ηταν μισος; Μηπως είναι η αγαπη που υπαρχει σε μια πληγωμενη καρδια; Αυτά τα αισθηματα φαινεται να μοιαζουν όπως η εκφραση του κλαμματος από μια εκφραση γελιου.
(2)
Σηκώθηκα αμέσως αρπάζοντας γρήγορα τα ρούχα μου απ’την καρέκλα. Καθώς ντυνόμουν έπεσε τυχαία το μάτι μου στο σπασμένο καθρέφτη και αντίκρισα την μίζερη ύπαρξή μου. Πετάχτηκα έξω από την πόρτα αφήνοντας πίσω μου αυτό το κουτί της κόλασης. Τα ο κρύο έξω καθώς ακουμπούσε τις πληγές που δεν κάλυπτε ο γιακάς απ’το παλτό μου, με έκανε να βουρκώνω από τον πόνο και να δαγκώνω τα άχρωμα χείλη μου. Δεν ήταν ο συνηθισμένος, γλυκός πόνος ενός αθώου κοψίματος, αλλά ένα βάρβαρο «χτύπημα» από κάτι που ούτε καν μπορούσα να δω. Κόσμος περνούσε αδιάφορα διπλά μου, πολλών όμως τα βλέμματα έπεφταν καχύποπτα πάνω μου. Κανενός όμως η σκέψη δεν μπορούσε να ακουμπήσει στο ελάχιστο το τι μπορεί να έκρυβα μέσα μου. Προχώρησα μες στον πλακόστρωτο πεζόδρομο με σκυφτό το κεφάλι και με όλο το μεγαλείο της θλίψης ζωγραφισμένο στο πρόσωπο μου. Έμπαινα με κάθε βήμα μου όλο και πιο βαθιά σ' αυτή τη μουντή και άχαρη πόλη. Φτάνοντας στο μέρος που καιρό με φιλοξενούσε όταν ήμουν φοβισμένη, η τύχη μου πρόσφερε για ακόμη μια φορά ένα πικρό δώρο απογοήτευσης. Στο μισοσπασμένο παγκάκι όπου καιρό έπνιγα τον πόνο μου, εγώ μια προδομένη από έρωτα, τώρα ζούσαν το πάθος τους, Αυτοί, δυο τυφλοί από αυτόν. Πάγωσα, έμεινα ακίνητη για λίγα δευτερόλεπτα- σα να είχα ξεχάσει μια πολύ σημαντική υποχρέωση. Γύρισα το πρόσωπο μου προς τον ουρανό και με ενοχλημένο ύφος απαξίωσα τη δύναμη που μας «κυβερνά». Σέρνοντας τις σχεδόν διαλυμένες αρβύλες μου, περπάτησα μέχρι ένα ερειπωμένο σπίτι, στην άκρη του δρόμου, που καμιά λάμπα δεν το φώτιζε, και έκατσα στο πρώτο σκαλοπάτι της πέτρινης σκάλας του. Δεν άργησα και πολύ να βυθιστώ στις σκέψεις μου… Άραγε τι είδους παιχνίδι είχε παιχτεί ανάμεσα σε αγγέλους και δαίμονες και με ποσό μισός ύφαινε στο αδράχτι της η τύχη μου το νήμα της ζώνης μου;
(1)
Καθώς το σκοτάδι σκέπασε και την τελευταία γωνιά φωτός, έμεινα πάλι μόνη μου να κοιτάζω τις πληγές που η ίδια είχα δημιουργήσει. Έμεινα να κοιτώ πέρα απ’ότι ανθρώπινο μάτι έβλεπε. Κοιτώντας κάθε πληγή, να διαβάζω μια ιστορία. Μόνη ξανά στο μικρό δωματιάκι που με τόσο κόπο συντηρούσα. Που με τόσο κόπο κρατούσα ζωντανή την κάθε ανάμνηση σε αυτό. Μια γωνιά κι ένα μυστικό, μια όψη του και διαφορετική, τίποτα όμως το ξεχωριστό για όποιον δεν το είχε ζήσει. Κάθε φορά που η αυτή η σατανική μορφή εμφανίζονταν μπροστά μου, που με κυρίευε ο θυμός της, κάθε φορά που ανακάλυπτα ένα ακόμα μαύρο κρύσταλλο του εαυτού μου- που καιρό αγνοούσα-, όταν έπεφτε το βλέμμα μου στον καθρέφτη και με τα ίδια μου τα μάτια αντίκριζα αυτόν τον τύραννο με το αγγελικό πρόσωπό μου, ένοιωθα πιο έντονη την ανάγκη του τέλους. «Δεν είμαι εγώ!» φώναζα «Είναι το κοφτερό μαχαίρι της προδοσίας που εδώ και χρονιά με σκίζει όλο και πιο βαθειά …». Αυτή είναι η αλήθεια, η προδοσία που βίωνα από αυτό που αγάπησα, με τραυμάτιζε όλο και πιο βαθειά, και κάθε φορά με περισσότερη μανία- με λύσσα και εγωισμό να με αποτελειώσει. «Δεν θα ξαναγαπήσω…!» με θυμάμαι να λέω. Μα καλοστημένες παγίδες με τραβούσαν μέσα τους, με κατάπιναν και με έκαναν να πιάσω πάτο. Άνθρωποι με μάσκες. Με χαμόγελα και όμορφα ματιά- που πίσω απ’αυτήν έκρυβαν μια διαβολική ύπαρξη, έτοιμη να επιτεθεί στο προτεινόμενο θύμα- εμφανίζονταν μπροστά μου. Πάντα με τρόμαζαν οι μάσκες… ίσως γιατί ενστικτοδός γνώριζα ότι μια μάσκα είναι μια άψυχη, μια νεκρή κάλυψη της αλήθειας και του σκότους. Μόνη ξανά με πλήθος σκέψεων, με αμέτρητες απορίες και με ποτάμι το αίμα να κυλά από την σκισμένη σάρκα μου. Τίποτα πλέον δεν είχε μείνει ζωντανό, με φωτεινά χρώματα και έντονες χαρούμενες κινήσεις. Κάθε ανάμνηση αγάπης και τρυφερότητας είχε πεθάνει στην σκέψη μου. Κάθε χαμόγελο είχε αντικατασταθεί από ένα κλάμα και κάθε ευτυχία με έναν θάνατο του εαυτού μου. Πλέον ασπρόμαυρα τοπία ,ψυχρές φιγούρες με τα σαπισμένα τους σώματα στο μυαλό μου χορεύανε. Κι εγώ, ξανά – αμέτοχη ακόμα και στις σκέψεις μου- αισθανόμουν τον πόνο της ψυχής μου στο σκελετωμένο κορμί μου. Ένα μικρό κεράκι που τρεμόπαιζε υπήρχε μόνο στο δωμάτιο. Μόνη ξανά … μήπως…ναι, για ακόμη μια φορά έκανε την μαύρη του εμφάνιση ο φόβος. Αισθάνθηκα την υφή του τρόμου να με χαϊδεύει καθώς με διαπερνούσε για να με κυριεύσει. Η μοναξιά τον καλεί! Αυτή η μικρή κυρία που σε τρομάζει τα βράδια ,που παίζει με τις σκιές, που κάνει θόρυβο με τα’ αντικείμενα και που με θράσος σε ανατριχιάζει καθώς σέρνεται στο πάτωμα. Αυτό το βράδυ όμως την είδα. Στην άκρη του παραθύρου, στο φως του φεγγαριού, την είδα. Είδα τη σκιά της που χόρευε με τα ξέπλεκα μαλλιά της. Η μοναξιά είναι ο τρόμος. Αυτή που παίρνει της μορφές που ο φόβος απεχθάνεται και κρύβεται πίσω από την ψυχή σου για να ξεφύγει…
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)