Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015





η απώλεια, η επιθυμία, η λαχτάρα, το "κενό", το "μείον", η απόσταση, η ανάγκη, η μοναξιά, η θλίψη, η αναμονή... όλα αυτά που μας δημιουργούν πόνο... όλα αυτά που μας κάνουν να νοσταλγούμε. να ζητάμε κάτι από παλιά. καταστάσεις, γεγονότα, πρόσωπα, στιγμές, συναισθήματα που έχουν πλέον παγώσει. την ασφάλεια που είχαμε κάποτε και τώρα πλέον είμαστε μετέωροι.
είναι όμως αυτό μια πραγματικότητα ή είναι απλά ένας εγωισμός που μας δηλητηριάζει τις σκέψεις και απλά δεν μας αφήνει να αντικρίσουμε την πραγματικότητα ωμή και γυμνή;
είναι μία κατάσταση που μας βολεύει να βρισκόμαστε γιατί δεν θέλουμε πραγματικά να ζήσουμε όπως μας αξίζει; μία μανιοκατάθλιψη που οι ίδιοι οδηγούμε τον εαυτό μας σε αυτή δίνοντας παραπάνω αξία στο παρελθόν; σε κάτι τελειωμένο; σε κάτι ανύπαρκτο πλέον; σε κάτι νεκρό;

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

δυναμη ή αρρωστια?

περνώντας τα χρόνια αναρωτιέμαι, αν αυτό που μου συνέβη με κάνει πιο δυνατή μέρα με την μέρα καθώς θεωρητικά το προσπερνώ, ή πιο άρρωστη υποσυνείδητα.
οι εμπειρίες λένε πως είναι αυτές που μας διαμορφώνουν σαν ανθρώπους και που μας χτίζουν τον χαρακτήρα. πρακτικά όμως είναι και αυτές που μας αφήνουν στο περιθώριο. και πολλές φορές όχι στο κοινωνικό περιθώριο, αλλά στο προσωπικό. άλλες φορές χάνουμε τον εαυτό μας μέσα από αυτές, και δείχνουμε ένα πρόσωπο που ούτε εμείς οι ίδιοι δεν αναγνωρίζουμε. τελικά χάνεται η ισορροπία, και ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις πράξεις μας και κατηγορούμε πάντα στο τέλος το πληγωμένο μας "εγώ". πράγματι, ξεπερνάμε καταστάσεις, είναι στην φύση μας να το κάνουμε. αλλά κατά πόσο αυτό είναι ουσιώδες και δεν μας στοιχειώνει τα βράδια; πόσο ικανοποιημένοι μένουμε από αυτό που έχουμε καταφέρει και πόσο καλά έχουμε ξεριζώσει τις εμπειρίες από μέσα μας;
ένα σπασμένο γυαλί έχουμε καταντήσει την ψυχή μας, και πάνω απ όλα ένα γυαλί το οποίο φορά με την φορά σπάει όλο και περισσότερο, "σφάζοντας" μας όλο και πιο εύστοχα σε κάθε μας αποτυχία.
συναισθήματα και πράξεις πλέον δεν διαχωρίζονται, γίνονται ένα, γιατί κάπου εδώ ξεχάσαμε να τα ξεχωρίζουμε. είναι εύκολο κάθε φορά να ρίχνουμε εδώ κι εκεί τις ευθύνες μας. γιατί ενώσαμε τα πάντα. τα πάντα εκτός από τα θρυμματισμένα γυαλιά.
κι εδώ κάπου έρχεται η απάντηση στο αρχικό ερώτημα. κάποια εμπειρία του παρελθόντος, σε κάνει πιο δυνατό ή πιο άρρωστο; για την ακρίβεια σε κάνει πραγματικά δυνατό ή σε οδηγεί σε μια ανίατη αρρώστια που ονομάζεις εσύ δύναμη ώστε να καλύψεις το πραγματικό αδιέξοδο;
τίποτα πραγματικά δεν ξεχνιέται, και τίποτα πραγματικά δεν μένει τόσο δυνατό. όσο ο χρόνος θα περνάει, αυτό θα ξεθωριάζει, θα σαπίζει, όμως απ την στιγμή που ζει μέσα σου, θα σαπίζει κι εσένα. έτσι, θα αλλάζεις, συνεχώς, χωρίς να έχεις την επιλογή να μην το κάνεις. θα έχεις την ψευδαίσθηση οτι είσαι καλά. όμως, όλα θα καταστρέφονται όταν θα συνειδητοποιήσεις ότι ενεργείς με βάση αυτή την σαπίλα.
δύσκολο να ξεφυγεις απ το παρελθόν. για αυτό αλλάζουμε. για να γίνουμε κάποιοι άλλοι. κάποιοι που δεν γνωρίζουν καταστάσεις που έζησες. κάποιοι που βλέπουν κάτι τέτοιο επιφανειακά. κάποιοι που το αγνοούν, κάποιοι που το ξεχνούν. κάποιοι που τους είναι αδιάφορο. για  γινόμαστε πιο δυνατοί. για αυτό ενεργούμε σαν άλλοι. για αυτο πιστεύουμε πως μπορούμε να γινουμε χαρούμενοι....
αυτο

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

(6)


Βυθισμένη στις σκέψεις μου, ένιωσα ζεστά τα μάτια μου, κι ένα δάκρυ κύλησε, χωρίς βλεφάρου βοήθεια, στο μάγουλο μου. Έκλαιγα. Για μία ακόμη φορά το αίσθημα της μοναξιάς με έκανε να πονέσω τόσο ώστε ασυναίσθητα να κλάψω. Δεν άντεχα άλλο. Ευχόμουν τώρα πια να σταματήσω να ονειρεύομαι. Να σταματήσω να κάνω αυτό που μου έδινε κάθε νύχτα μία παράταση ζωής. Να πάψω να χρησιμοποιώ τον μόνο τρόπο ώστε να είμαι κοντά του. Σκούπισα με ένα καθαρό κομμάτι ύφασμα τα δάκρυα μου και τα έβαλα κάτω από το μαξιλάρι μου. Θέλησα να το κρατήσω. Να το έχω σαν φυλαχτό. Θέλησα να φυλακίσω  τα δάκρυα μου γιατί έτσι ο άγγελος που γεννήθηκε από μέσα τους, πάντα μαζί μου όταν το κρατώ στα χέρια μου. Με αυτή την ελπίδα αποκοιμήθηκα. Βάρυνε το βλέμμα μου και αφέθηκα στην αγκαλιά του δικού μου θανάτου. Με έναν αναστεναγμό που φανέρωνε ολική παραίτηση, έκλεισα την πόρτα του κόσμου και με ένα βήμα ξεκίνησα να πέφτω σε απέραντο κενό. Η ζωή μου ήταν απλά ένα όνειρο στο δρόμο του θανάτου. Αυτό το ατελείωτο κενό που ένιωθα να πέφτω τώρα που έκλεινα τα μάτια, ήταν η μόνη αλήθεια. Ήταν μία από τις πιο ανήσυχες νύχτες μου. Ούτε μια εμφάνιση. Μόνο σκέψεις. Σκέψεις που τα μάτια του νου μου αντίκριζαν και προσπαθούσαν να αγνοήσουν. Μα κανένα αποτέλεσμα. Σαν ζεστά καρφιά χτυπούσαν την ψυχή μου και την βασάνιζαν καταδικάζοντας την να μένει καρφωμένη μέσα στο νεκρό αυτό σώμα. Φοβόμουν. Έτρεμα την δική μου τιμωρία. Την τιμωρία που εγώ θα επέβαλα στον εαυτό μου. Ήθελα να είμαι ελεύθερη. Δίχως το μαύρο  νέφος μέσα μου. Να σπάσω τις αλυσίδες που με κρατούσαν μακριά απ’ ότι έβλεπα. Σχεδίασα ένα παράδεισο και αυτοεξορίστηκα γιατί άρχισα να γίνομαι ένας δαίμονας. Ήταν τόσο τέλεια όλα, όμως παρέμεναν στην φαντασία. Ήταν τόσο κοντά στην σκέψη ώστε να είναι τόσο μακριά να τα αγγίξω… 

(5)



Μια σταγόνα προσγειώθηκε στο πρόσωπο μου τραβώντας με από τις σκέψεις μου και φέρνοντάς με ξανά στην πραγματικότητα. «Βρέχει» είπα με ένα ειρωνικό και ενοχλημένο ύφος στον εαυτό μου σαν να περίμενα μια απάντηση. Γυρνώντας προς το διαμέρισμα, όλο αυτό που είχε συμβεί, μου φάνταζε όλο και πιο πολύ σαν ένα όνειρο ασήμαντο. Το απέβαλα αμέσως από την μνήμη μου. Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να με επιβεβαιώσει αν αυτό που μόλις πριν κάποια λεπτά είχε συμβεί ήταν πραγματικότητα ή αν ήταν … μα δεν μπορούσε να ήταν κάτι άλλο. «Αρκετά!» φώναξα και σαν από μηχανής θεός ένα σκυλάκι με το γαύγισμα το με έσωσε από μια πολύ άβολη στιγμή που ήμουν έτοιμη να αντιμετωπίσω με τον εαυτό μου. Ήταν ένα μαύρο σκυλάκι, τίποτε άλλο. Το μπερδεμένο τρίχωμα του μαρτυρούσε ότι ήταν αδέσποτο. Το κοίταξα απορημένη καθώς με πλησίαζε κουνώντας χαριτωμένα την κοντή ουρίτσα του και με την υγρή γλώσσα του έξω από το στόμα κάνοντας ένα χαρακτηριστικό ήχο, σαν γρήγορες ανάσες. Ήταν πολύ… όμορφο. Δείγμα ευτυχίας, χαραμάδα δακρύων χαράς. Δηλαδή, κάτι όχι για μένα. Έπρεπε να μείνει μακριά μου. Θα το κατέστρεφα. Έτσι πίστευα. Δεν ήμουν άξια πια για τίποτα ξέγνοιαστο, για τίποτα αθώο. Πετώντας σαν βόμβα από τον ουρανό, προσγειώθηκα στον κουβά της κατάθλιψης του μυαλού  μου, σβήνοντας από το χαμόγελο που είχε σχηματιστεί στο πρόσωπο μου όταν πριν κλάσματα δευτερόλεπτου είδα αυτό το πλασματική που… με συμπάθησε; Έτσι έδειχνε. Γυρνώντας του την πλάτη, - και κόβοντας του την χαρά- έτρεξα και έφτασα πολύ γρήγορα στην εξώπορτα του δικού μου χάους. Μπαίνοντας μέσα το μονό που έκανα ήταν να ξαπλώσω στο… “My Bed Of Nails!” 

(4)


Έκανα πως θα κατευθυνόμουν στο στενό δρομάκι ακριβώς δεξιά μου, γυρνώντας τοξωτά εκατόν ογδόντα μοίρες από την αρχική μου θέση αντικριστά με Αυτόν. Γυρνώντας είχα ήδη σκυφτό το κεφάλι μου και απλά ανοίγοντας τα μάτια μου και αφήνοντας μια εκπνοή είχα ασυνείδητα υψώσει το βλέμμα μου σε εκείνον. Μούδιασα. Μέσα στα σκούρα βιολετί του μάτια δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τις κόρες αυτών. Επιτέλους, τον είδα. Ή μάλλον έτσι νόμιζα… Χρόνια τώρα με πρόδιδε στα όνειρα μου. Η ίδια μορφή ξανά και ξανά σε παραμύθια ονείρων και σε εφιάλτες. Αυτά τα μάτια να με σκίζουν και να με ενώνουν και διαφορετικά κάθε φορά. Άραγε αυτή τη στιγμή να διάβαζε την σκέψη μου και για αυτό επιβράδυνε το βήμα του; Συνεχεία εισέβαλε στον ύπνο μου, γιατί όχι και στην σκέψη μου τώρα; Άνοιξα το στόμα μου να του μιλήσω αλλά όλα χάθηκαν όταν με προσπέρασε αδιάφορα και τελείως φυσικά. Ήξερε, το ξέρω ότι ήξερε, ότι δεν  η πρώτη φορά που τα βλέμματα μας ενωθήκαν με μια νοητή γραμμή. Έτρεξα λίγα βήματα από πίσω του όταν συνειδητοποίησα τι μόλις είχε συμβεί. Όσο κι αν προσπαθούσα όμως να τον αγγίξω, μια φωνή μέσα μου, μια νότα αμφιβολίας, μου τράβηξε αθόρυβα το χέρι και τον άφησα να συνεχίσει το δρόμο του. Ίσως όλα ήταν μια ψευδαίσθηση. Αλλά αυτή η φωνή στο μυαλό μου, αντηχούσε στ’ αυτιά της ψυχής μου γλυκά και γνώριμα. Μα ναι, μια φωνή που δεν θα μπορούσε να ήταν άλλη από εκείνου. «Όχι τώρα, όχι έτσι» μου έλεγε… Τώρα μπορώ να εξηγήσω αυτόν τον ηλεκτρισμό που με ταρακούνησε όταν τον αντίκρισα με σάρκα και οστά μπροστά μου, αν ήταν όμως αυτό η αλήθεια. Μόλις εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβεί. Προσπάθησα να τον εντοπίσω αλλά είχε εξαφανιστεί μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Μήπως για ακόμη μια φορά ονειρευόμουν; Όχι, αυτή τη φορά ήταν όλα τόσο διαφορετικά …

(3)


Πόνος, μιζέρια και μέρα με τη μέρα μια όλο και πιο σάπια ψυχή. Στο δρόμο της επιστροφής για το μοναχικό διαμερισμάκι  μου, η πόλη γινόταν όλο και πιο αλλόκοτη. Ζητιάνοι λεηλατούσαν με τα βλέμματα τους καλοντυμένους περαστικούς, έντονα βαλμένες, με προκλητικά ρούχα πόρνες, περίμεναν παίζοντας με τις μπούκλες τους, σε κάθε γωνιά που οδηγούσε σε ένα στενό. Βλέποντας αυτές τις εικόνες κατάντιας, ένιωσα για λίγο περιφανή, που αν και είχα γκρεμιστεί εσωτερικά, μπορούσα- χωρίς δυσκολία τολμω να πω- να κρατησω την αξιοπρεπια μου. Γεματη με μπλεγμενες καταστασεις μεσα μου, προχωρησα ριχνοντας δειλες ματιες γυρω μου μηπως εντοπησω μια πηγη αισιοδοξιας. Μα τιποτα για ακομη μια φορα. Ποιον προσπαθουσα να κοροιδεψω; Τιποτα περα απ’ αυτόν δεν θα μπορουσε να με ζωντανεψει… Τιποτα περα απ’ αυτόν που εγω τον ζοντευα και του εδινα ζωη… Απ’ αυτόν που και ετσι, με αυτόν τον τροπο που υπηρχε, με προδωνε με την ιδια χαρη που με εκανε να τον αγαπω φορα με την φορα.. Ηθελα απλα να ζησω το παραμυθι. Το παραμυθι που λεγεται ζωη. Αλλα ισως να μην ημουν ικανη για κατι τετοιο. Αλλωστε μικρη ειχα ακουσει ότι η ευτυχια είναι για τα ζωα. Φτανοντας εξω από το διαμερισματακι μου στην ακρη του δρομου, συνειδητοποιησα ποσο μονη αισθανομουν ακομα και με την συντροφια των νεκρων αναμνησεων μου. Δεν ημουν ετοιμη να μπω μεσα, το σκοταδι και ο πνυχτος από τις αναμνησεις αιθερας σ’ αυτό το δωματιο θα με σκοτωναν. Ηθελα να δωσω άλλη μια ευκαιρια στον εαυτο μου να ζησει. Το αξιζε αλλωστε. Ηταν ο δημιουργος του μεγαλυτερου πονου μου, αλλα και ο μονος μεσα μου που μου ελεγε ότι αυτό δεν ηταν αληθεια. Πιστευα ότι θα ερθει η στιγμη που κατι καλο θα συνεβαινε στον κοσμο που ειχα δημιουργησει στο μυαλο μου. Συνεχισα προς το λιμανι, ωσπου… Τον αισθανθηκα. Τον αισθανθηκα να προχωρα πιο πισω μου, αμιλητος, ανεκφραστος. Εκλησα για μια στιγμη τα ματια και μαζεψα το μυαλο μου. «Δεν είναι κανεις!» ειπα. «Προχωρα» -Μα δεν θα μπορουσε να ηταν αυτος, για τι απλα ημουν ξυπνια. Ηταν ψεμα, όμως και αδυνατον. Τα πιο κακα ψεματα είναι αυτά που λεμε στον εαυτο μας, και εγω μολις ξανα ειχα κανει κατι ασχημο σε μενα για αυτόν. Δεν μπορουσε όμως να συμβαινει κατι τετοιο. Το μυαλο μου επαιζε ασχημα παιχνιδια και με τρομαζε αυτό. Όμως μεσα μου η καρδια μου ηταν ετοιμη να εκραγει από την αγωνια πως το θαυμα που περιμενα τοσο καιρο ειχε γινει. Είναι τοσο παρξενο… Ελεγα μεσα μου ότι τωρα πλεον τον μισουσα- γι’αυτό τον ειχα διωξει από τα ονειρα μου- αλλα δεν ξερω αν κατι τετοιο ηταν αληθεια. Με κυριευε ο θυμος και το μισος τωρα πια μονο και μονο στην ιδεα το ανδρα που αισθανομουν να προχωραει πισω μου. Η’ μηπως δεν ηταν μισος; Μηπως είναι η αγαπη που υπαρχει σε μια πληγωμενη καρδια; Αυτά τα αισθηματα φαινεται να μοιαζουν όπως η εκφραση του κλαμματος από μια εκφραση γελιου.